Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ένα ακόμη «οικονομικό θαύμα» καταρρέει



Η Αργεντινή διέρχεται τον τέταρτο χρόνο βαθύτατης οικονομικής κρίσης, στην οποία φαίνεται να βαλτώνει όλο και περισσότερο χάρις στις «θεραπείες» και τις «συμβουλές» του ΔΝΤ.

Με γενική απεργία απάντησαν οι εργαζόμενοι της Αργεντινής στην προσπάθεια της κυβέρνησης του προέδρου Φερνάντο ντε λα Ρούα να φορτώσει τα δυσβάσταχτα βάρη της συνεχιζόμενης κρίσης στην πλάτη τους. Η ανεργία στην χώρα ήδη τον Οκτώβριο ξεπέρασε τα 18%, ενώ εκτιμάται ότι έως το τέλος του έτους θα ξεπεράσει το 20%. Πολλοί εργαζόμενοι έχουν να πληρωθούν πολλούς μήνες, ενώ η κυβέρνηση απαγόρευσε τις αναλήψεις χρημάτων απ’ τις τράπεζες, που ξεπερνούν τα 1.000 δολ. το μήνα. Υπολογίζεται ότι κάθε μέρα που περνά περίπου 2.000 άνθρωποι οδηγούνται στην απόλυτη εξαθλίωση.

Κι όλα αυτά στην χώρα που υπήρξε το «οικονομικό θαύμα» του νεοφιλελευθερισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’80 κι ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Για το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ η Αργεντινή υπήρξε εδώ και πάνω από μια δεκαετία το «πειραματόζωο» για τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ακριβώς όπως ήταν η Χιλή στην δεκαετία του ’70. Οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν πραγματικά σαρωτικές. Χάρις σ’ αυτές οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, της βενζίνης, του τηλεφώνου, του νερού διαμορφώνονται εντελώς ελευθέρα στην αγορά, ανάλογα με την ημερήσια προσφορά και ζήτηση. Έτσι κάθε μέρα που ξυπνά ο εργαζόμενος αυτής της χώρας, δεν γνωρίζει ποια τιμή τελικά θα διαμορφωθεί για το ηλεκτρικό, το νερό, το τηλέφωνο, τα καύσιμα, κοκ.

Η Αργεντινή, επίσης, μετά τις κατάλληλες άνωθεν κι έξωθεν «συμβουλές» καθόρισε σταθερή ισοτιμία του νομίσματός της με το δολάριο. Μάλιστα συζητήθηκε κι εξακολουθεί να συζητείται έντονα η πλήρης αντικατάσταση του δικού της νομίσματος με το δολάριο. Τα επιχειρήματα είναι περίπου τα ίδια μ’ εκείνα που χρησιμοποιούνται για την έλευση του Ευρώ: Σταθερό κι ισχυρό νόμισμα = ισχυρή οικονομία. Δυστυχώς, όμως, η πραγματική οικονομία δεν κινείται με βάση τέτοιες ανόητες εξισώσεις. Τους μόνους που διευκόλυνε ήταν τις μεγάλες κι ιδίως τις ξένες επιχειρήσεις οι οποίες βρήκαν εξαιρετικές «επενδυτικές ευκαιρίες» και μείωσαν τα χρηματικά τους κόστη.

Ωστόσο, η απογύμνωση του κράτους απ’ την καθαυτό επιχειρηματική του δραστηριότητα και της κυβέρνησης απ’ τα εργαλεία της νομισματικής πολιτικής, οδήγησε σε μια τρομερή υπερχρέωση. Η κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να δανείζεται έως το 70% του προϋπολογισμού της για να υποστηρίζει την χρηματαγορά και το «ισχυρό νόμισμα». Και για να εξασφαλιστεί η αποπληρωμή του τρομακτικού χρέους, η χώρα μπήκε υπό την υψηλή κηδεμονία του ΔΝΤ.

Ο στόχος, βέβαια, της «οικονομικής συνδρομής» του ΔΝΤ στην Αργεντινή, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, είναι να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των δανειστών της χώρας. Έτσι, η καθόλου ευκαταφρόνητη «βοήθεια» απ’ το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ, δόθηκε στην κυβέρνηση της Αργεντινής με την προϋπόθεση ότι θα διασφαλιστούν τα συμφέροντα των ξένων, κυρίως αμερικάνικων, πολυεθνικών και θα συνεχιστεί η αποπληρωμή του χρέους.

Όλα αυτά οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση, με την Αργεντινή να βρίσκεται μόνο ένα βήμα πριν την κήρυξη πλήρους χρεοκοπίας. Το δίλημμα για την χώρα και τον λαό της είναι απλό και καθαρό: Ή εγκαταλείπει παντελώς την νεοφιλελεύθερη πορεία, ανασυγκροτώντας την οικονομία και την κοινωνία της με όρους ευρύτατου παραγωγικού προγραμματισμού κι αναγκών των εργαζομένων. Ή αναγκαστικά θα μπει σε μεγάλες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές περιπέτειες. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Δυστυχώς, τόσο η κυβέρνηση, όσο και τα έξωθεν αφεντικά της, δεν έχουν καμμιά διάθεση ν’ αναθεωρήσουν τους προσανατολισμούς της χώρας. Έτσι, σαν απάντηση στην κοινωνική αναταραχή φαίνεται ότι προωθείται η ελεγχόμενη πολιτική κρίση με πραγματικά άγνωστες προοπτικές.

Οι έλληνες εργαζόμενοι πρέπει να προσέξουν πολύ την περίπτωση της Αργεντινής, μιας χώρας επιπέδου ανάλογου με την Ελλάδα. Η Αργεντινή βρίσκεται στο τέλος του ίδιου μονόδρομου, που και η ίδια η Ελλάδα ακολουθεί. Κι είναι πολύ πιθανόν ότι κι η Ελλάδα έχει φτάσει σ’ αυτό το τέλος του μονόδρομου, μόνο που ίσως να γίνει φανερό μετά το 2004!                 


ΕΜΠΡΟΣ, ΤΧ. 1Ο, 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου